- επισιτίζω
- (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω]μέσ. ἐπισιτίζομαιεφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμανεοελλ.εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμααρχ.μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.)β) παρασιτώ.
Dictionary of Greek. 2013.