επισιτίζω

επισιτίζω
(AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω]
μέσ. ἐπισιτίζομαι
εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα
νεοελλ.
εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα
αρχ.
μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.)
β) παρασιτώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επισιτίζω — επισίτισα, επισιτίστηκα, επισιτισμένος, μτβ., εφοδιάζω με τρόφιμα, τροφοδοτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισιτίζω — ἐπισῑτίζω , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres subj act 1st sg ἐπισῑτίζω , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισιτισμός — ο (AM ἐπισιτισμός) [επισιτίζω] εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός τού στρατού») αρχ. αποθήκευση τροφίμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”